καταχτητής

καταχτητής
ο
θηλ. καταχτήτρια
1. αυτός που κυριεύει: Ο Μ. Αλέξανδρος έγινε καταχτητής όλης της Μ. Ασίας.
2. αυτός που έχει ερωτικές επιτυχίες: Είναι καταχτητής γυναικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αττίλας — ο Ούννος καταχτητής του 5ου αιώνα, ονομαστός για την αγριότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”